Project Description
Ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος στην βορειότερη από μια σειρά μικρών κοιλάδων που καταλήγουν στη μεγάλη κοιλάδα της Σούριζας, απέχει περίπου 4 χλμ. νότια από τον Άγιο Κωνσταντίνο (Καμάριζα). Ονομάζεται επίσης Δρυμός, επειδή περιλαμβάνεται μέσα στα όρια του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου.
Τα μνημεία του χώρου
Εξόρυξη μεταλλεύματος
Μέσα στον περιφραγμένο χώρο του Δρυμού εντοπίσθηκαν 13 μεταλλευτικά φρέατα. Το φρέαρ διανοίγονταν κατακόρυφα μέχρι τον εντοπισμό του μεταλλοφόρου κοιτάσματος, που αναπτυσσόταν στην οριζόντια επαφή στρώματος σχιστολίθου και στρώματος μαρμάρου. Στη συνέχεια, καθώς εξορυσσόταν το κοίτασμα διανοιγόταν η στοά κατά μήκος της επαφής. Καθώς η στοά αύξανε σε μήκος, διανοίγονταν κατά διαστήματα νέα φρέατα που εξυπηρετούσαν τον αερισμό της (επάρκεια οξυγόνου για τους μεταλλευτές) και την απομάκρυνση των μεταλλευμάτων.Στη Λαυρεωτική υπήρχαν τρεις μεταλλοφόρες επαφές: η πρώτη, η ανώτερη, ήταν επιφανειακή, ενώ η 3η και πλουσιότερη ήταν σε βάθος περί τα 100μ.
Επεξεργασία του μεταλλεύματος
Αποκαλύφθηκαν επτά μεταλλουργικά εργαστήρια για τον καθαρισμό του μεταλλεύματος. Χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ. και παρουσιάζουν εξελικτική πρόοδο ως προς το μέγεθος και την εφαρμοζόμενη τεχνολογία. Σε μερικά διαπιστώνονται επισκευές και χρήση στα ρωμαϊκά χρόνια.
Τα κύρια μέρη του εργαστηρίου ήταν το πλυντήριο ή καθαριστήριο κατά τους αρχαίους, και η μεγάλη υπαίθρια δεξαμενή (στέρνα). Ο καθαρισμός του μεταλλεύματος από τα περιττά γεώδη στοιχεία ήταν βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί πλήρης τήξη και να παραχθεί καλής ποιότητας μέταλλο. Η επινόηση του πλυντηρίου τον 6ο αι. π.Χ. και η συνεχής τελειοποίησή του συνέτειναν στην κολοσσιαία παραγωγή αργύρου και μολύβδου στους κλασικούς χρόνους, οπότε εντοπίσθηκε η 3η επαφή. Η λειτουργία του βασιζόταν στη συγκέντρωση και χρήση του βρόχινου νερού και την ανακύκλωσή του, ώστε να γίνεται η μεγαλύτερη δυνατή οικονομία του.Το εργαστήριο περιελάμβανε επίσης τον χώρο του θρυμματισμού και της άλεσης του μεταλλεύματος προκειμένου στη συνέχεια να καθαρισθεί στο πλυντήριο, και τον χώρο πλινθοποίησης, όπου φτιάχνονταν τούβλα από το καθαρισμένο μετάλλευμα, τα οποία θα τροφοδοτούσαν τα καμίνια στα εργαστήρια τήξεως. Χώροι διαμονής των εργαζομένων – ελεύθερων και δούλων – αλλά και η οικία του επιχειρηματία που λειτουργούσε το εργαστήριο έχουν εντοπισθεί στο άμεσο περιβάλλον των εργαστηρίων.
Κατά μήκος της νότιας πλευράς της κοιλάδας είχε κατασκευασθεί μεγάλη τάφρος συγκέντρωσης – απορροής των βρόχινων νερών, από την οποία γέμιζαν τα πρόστερνα των δεξαμενών. Όταν το πρόστερνο υπερχείλιζε, το νερό γέμιζε την δεξαμενή απαλλαγμένο από χώματα και λιθαράκια που είχαν κατακαθίσει στο πρόστερνο. Η τάφρος ανακατασκευάσθηκε για την προστασία των μνημείων από τη χειμαρρώδη ροή των νερών.
Στα δυτικά υπάρχει μεγάλη υπόγεια δεξαμενή για πόσιμο νερό, και στην πλαγιά στα ΒΔ ορθογώνιος πύργος, που οικοδομήθηκε πάνω σε πλυντήριο που προϋπήρχε και είχε αχρηστευθεί. Ο πύργος πιθανώς εντάσσεται σε μια προσπάθεια των Αθηναίων να εξασφαλίσουν την περιοχή μετά τη μεγάλη απόδραση των δούλων από τα μεταλλεία (413 π.X.), κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ανατολικά, στην έξοδο της μικρής κοιλάδας προς τη μεγάλη, εκτείνεται μεγάλο νεκροταφείο, λεηλατημένο από αρχαιοκαπήλους στο παρελθόν.
Στην πλευρά αυτή συνδέεται με τη διαδρομή που διατρέχει την κοιλάδα της Σούριζας και τα μνημεία που πρόσφατα αποκαλύφθηκαν και αναδείχθηκαν από την ΕΦΑ Ανατολικής Αττικής με την υλοποίηση του έργου «Διαμόρφωση αρχαιολογικών διαδρομών -υποδομές ανάδειξης στον αρχαιολογικό χώρο των μεταλλουργικών εργαστηρίων και μεταλλείων της κοιλάδας Σούριζας – Αγριλέζας Λαυρεωτικής (Α’ Φάση)» ενταγμένου στο ΕΣΠΑ 2014-2020.