Project Description
Ο αρχαίος δήμος του Ραμνούντος εντοπίζεται στο βορειο-ανατολικό άκρο της Αττικής, δίπλα από τον Ευβοϊκό κόλπο, εκτεινόμενος στην κοιλάδα του Λιμικού και τα γύρω βουνά. Στον εκτεταμένο επισκέψιμο χώρο περιλαμβάνεται το περίφημο ιερό της Νεμέσεως, το φρούριο και τμήμα της αρχαίας οδού, η οποία ερχόμενη από το Μαραθώνα διέτρεχε την κοιλάδα του Λιμικού, διερχόταν από ιερό της Νεμέσεως και κατέληγε στη νότια πύλη του φρουρίου. Κατά μήκος του αρχαίου δρόμου και στις δύο πλευρές του έχουν αποκαλυφθεί μνημειώδεις ταφικοί περίβολοι που ανήκαν στις επιφανείς οικογένειες του δήμου. Κάτω από το φρούριο, βρίσκονταν δύο μικρά λιμάνια, το ανατολικό και το δυτικό. Το τοπωνύμιο Ραμνούς οφείλεται στην αφθονία του ακανθώδους θάμνου ράμνου στην περιοχή.
Ο δήμος του Ραμνούντος, σύμφωνα με την οργάνωση της πόλης – κράτους των Αθηνών από τον Κλεισθένη (510 π.Χ.), ανήκε στην Αιαντίδα φυλή, ήταν παράλιος και εκπροσωπείτο με 8 βουλευτές στην Βουλή των Πεντακοσίων. Οι κάτοικοι ζούσαν σε διάσπαρτους συνοικισμούς.Το οχυρό του αναφέρεται από τον Ψευδοσκύλακα (μάλλον 4ος αι. π.Χ.) και το ιερό της Νεμέσεως από τον Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), ενώ τον είχε επισκεφθεί και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (1ος αι. μ.Χ.).
Το 322 π.Χ. ο ναύαρχος του Μακεδονικού στρατού Κλείτος αποβίβασε στρατό στο Ραμνούντα. Από εκεί τον εκδίωξε ο Φωκίων που κατέλαβε το φρούριο. Το 296 π.Χ. το φρούριο το κατέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Στους ελληνιστικούς χρόνους άρχισε η παρακμή και ο τόπος εγκαταλείφθηκε σταδιακά. Ωστόσο, οι ναοί στο ιερό της Νεμέσεως διατηρήθηκαν μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., στα τέλη του οποίου τοποθετείται η καταστροφή του αγάλματος της θεάς από τους χριστιανούς.
Το ιερό της Νεμέσεως είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και ήταν το σημαντικότερο στον ελλαδικό χώρο. Πρέπει να ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Η ακμή του τοποθετείται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ.
Στον χώρο του ιερού είχε ήδη κτισθεί στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. ένας ναός που δεν σώζεται σήμερα,η ακριβής θέση του είναι άγνωστη, αλλά η ύπαρξη του διαπιστώθηκε από τις λακωνικές κεραμίδες της στέγης που έχουν διασωθεί. Στο τέλος του ίδιου αιώνα κτίσθηκε δεύτερος ναός, πώρινος δωρικού ρυθμού, ο οποίος καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480/479 π.Χ. Σύμφωνα με τον όρκο των Ελλήνων να μην ανοικοδομήσουν τους κατεστραμμένους ναούς, ώστε τα ερείπια να θυμίζουν την ασέβεια των βαρβάρων,οι Ραμνούσιοιμετά τα Περσικάέκτισαν στα νότια του, το μικρό ναό (10,7 Χ 6,4 μ.)που είναι σήμερα ορατός, με τοιχοδομία κατά το πολυγωνικό σύστημα. Ο ναός ήταν απλός χωρίς κίονες. Ωστόσο, το 449 π.Χ. οι Αθηναίοι με πρόταση του Περικλέουςέλαβαν νέα απόφαση να ανοικοδομήσουν όλους τους κατεστραμμένους ναούς στην Αττική. Έτσι, πάνω στα ερείπια του δεύτερου ναού οικοδομήθηκε ο μεγάλος ναός της Νεμέσεως, τα κατάλοιπα του οποίου είναι ορατά σήμερα. Με την οικοδόμηση του νέου ναού, ο μικρός πολυγωνικός μετατράπηκε σε θησαυρό. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν αξιόλογα γλυπτά, που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μεταξύ αυτών, το άγαλμα της ιέρειας Αριστονόης αφιέρωμα του γυιού της Ιεροκλέους, ενός εφήβου φιλοτεχνημένου από τον Αγοράκριτο, αφιέρωμα του Λυσικλείδους και το άγαλμα της Θέμιδος του 3ου αι. π.Χ. Έργο του γλύπτη Χαιρεστράτου, το αφιέρωσε στο ναό ο Μεγακλής. Και οι δύο ήταν δημότες του Ραμνούντος. Για την οικοδόμηση των ναών του 5ου αι. π.Χ. υψώθηκαν ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι στην βόρεια και ανατολική πλευρά του ιερού, ώστε να δημιουργηθεί μια επίπεδη ταράτσα.
Ο μεγάλος ναός (21,40 x 10,05μ.) από ντόπιο μάρμαρο, άρχισε να κτίζεται μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ο κύριος όμως όγκος των εργασιών εκτελέσθηκε γύρω στο 430π.Χ. Ωστόσο,οι εργασίες δεν ολοκληρώθηκαν, όπως υποδεικνύεται από τους κίονες που παρέμειναν αρράβδωτοι και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία. Είναι δωρικός, περίπτερος με 6 κίονες στις στενές και 12 κίονες στις μακρές πλευρές. Αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ανατολικά του ναού σώζονται τα θεμέλια του βωμού, διαστάσεων 3,25 x 7,80μ. Θεωρείται ο τελευταίος ναός που κατασκευάσθηκεαπό τον λεγόμενο «αρχιτέκτονα του Θησείου», στον οποίο αποδίδονται με τη σειρά ο ναός του Ηφαίστου στην Αγορά («Θησείο»), του Ποσειδώνος στο Σούνιο και του Άρεως επίσης στην Αγορά. Ο ναός επισκευάστηκε τον 1ο αι. μ.Χ. και αφιερώθηκε στη Λιβία, την θεοποιημένη σύζυγο του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου. Για το ναό του Ραμνούντος ενδιαφέρθηκε και ο Ηρώδης ο Αττικός (2ος αι. μ.Χ.) που ίσως χρηματοδότησε την επισκευή του.
Στο εσωτερικό του ναού φυλασσόταν το περίφημο λατρευτικό άγαλμα της Νεμέσεως, τοποθετημένο σε βάση. Ήταν έργο του Αγορακρίτου,μαθητή του Φειδίου. Σώζονται μόνον μερικά θραύσματα που υποδεικνύουν ότι η θεά εικονιζόταν όρθια. Η Νέμεσι ήταν η θεά που «ένεμε» το δίκαιο σε όσους την τιμούσαν. Ήταν επίσης η τιμωρός της αλαζονείας (ύβρεως) των ανθρώπων, όπως προκύπτει και από μεταγενέστερο θρύλο που παραδίδει ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με το θρύλο, το μάρμαρο από το οποίο ήταν φιλοτεχνημένο το άγαλμα, το είχαν φέρει οι Πέρσες από την Πάρο και το προόριζαν για να ανεγείρουν το τρόπαιο της νίκης, ύστερα από την κατάληψη της Αθήνας, στην οποία,ως γνωστόν, απέτυχαν. Στην ετήσια εορτή της θεάς, τα Νεμέσεια, οι έφηβοι που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στο φρούριο μετείχαν σε αγώνα λαμπαδηφορίας.
Η βάση του αγάλματοςαπό μάρμαρο του Διονύσου έχει αποκατασταθεί από πληθώρα θραυσμάτων που βρέθηκαν διασκορπισμένα. Φέρει ανάγλυφη διακόσμηση και χρονολογείται περί το 420 π.Χ. Απεικονίζεται η παρουσίαση της Ελένης στη μητέρα της Νέμεσι από τη θετή μητέρα της Λήδα. Δίπλα σε κάθε μορφή είναι γραμμένο το όνομά της. Σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας, προκειμένου να κατακτήσει τη Νέμεσι, μεταμορφώθηκε σε κύκνο, ενώ εκείνη είχε πάρει τη μορφή χήνας. Μετά την ένωση τους, η Νέμεσις γέννησε ένα αυγό το οποίο δόθηκε στη Λήδα για να το εκκολάψει. Από το αυγό εμφανίσθηκε ηωραία Ελένη και οι Διόσκουροι. Η εικόνα του ιερού τεμένους συμπληρώνεται από μία στοά κατά μήκος της βόρειας πλευράς του και μία μικρή κρήνη μπροστά της.
Το φρούριο του Ραμνούντος, όπως και το άλλο παραμεθόριο φρούριο του Σουνίου στονοτιότερο άκρο της Αττικής, αποσκοπούσε στην προστασία των ορίων της πόλης – κράτους και την ασφάλειατων αθηναϊκών πλοίων καθώς και εκείνων που μετέφεραν σιτηρά προς την Αθήνα. Καταλαμβάνει χαμηλό (ύψος 47μ.) παράκτιο λόφο. Την κορυφή του περιβάλει τείχος που κτίσθηκε ή ανακαινίσθηκε κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Εκεί υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και διέμενε η φρουρά με επικεφαλής τον στρατηγό επί την παραλίαν. Στις πλαγιές εκτεινόταν το πόλισμα του Ραμνούντος με ιδιωτικά σπίτια και δημόσια κτήρια, όπως το θέατρο και το γυμνάσιο, καθώς και η αγορά του δήμου. Κατά την διάρκεια των πολέμων με τους Μακεδόνες (4ος αι. π.Χ.) οικοδομήθηκε το εξωτερικό τείχος, μήκους 800μ. περίπου, προκειμένου να προστατεύσει το πόλισμα και να προσφέρει καταφύγιο στους κατοίκους της υπαίθρου σε περίπτωση κινδύνου. Η κύρια είσοδος του εξωτερικού τείχους, στη νότια πλευρά του, προστατεύεται από ορθογώνιους πύργους εκατέρωθεν της πύλης. Ορθογώνιοι πύργοι ενισχύουν και άλλα σημεία του τείχους.
Κατά μήκος της οδού που διέτρεχε τον δήμο του Ραμνούντος εντοπίζεται, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, ο τόπος ταφής των κατοίκων. Αποκαλύφθηκαν πολλοί μνημειώδεις ταφικοί περίβολοι, στους οποίους ήταν στημένα αγάλματα και στήλεςαπλές, ανάγλυφες ή στο σύνθετο τύπο του ναΐσκου. Από τις επιγραφές πληροφορούμαστε, όπως και ο αρχαίος διαβάτης του δρόμου, για τις επιφανείς και πλούσιες οικογένειες του Ραμνούντος και τις συγγένειές τους. Παρά το γεγονός ότι τα μνημεία είχαν λεηλατηθεί ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και από αρχαιοκαπήλους κυρίως τον 19ο αι., διασώθηκαναρκετά στοιχεία, όπως για παράδειγμα επιτύμβιο ανάγλυφο του 380/370 π.Χ. από τον περίβολο του Μενεστίδου και επιγραφή με τα μέλη της οικογένειας που τάφηκαν στον περίβολο του Ευφράνορος, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 105 ετών έχοντας δει τρισέγγονα. Αρκετοί από τους περιβόλους αυτούς έχουν αναστηλωθεί.
Οι πρώτες ανασκαφές στο Ραμνούντα έγιναν από την εταιρεία των Dilettanti το 1813 και από τον Δημήτριο Φίλιο το 1880. Στο διάστημα ανάμεσα στο 1890 και το 1892 στο χώρο ανέσκαψε ο Βαλέριος Στάης και έφερε στο φως το ιερό, το φρούριο και ταφικούς περιβόλους. Το 1958 πραγματοποιήθηκε σύντομη έρευνα από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα. Από το 1975 έως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος του Ραμνούντος ανασκάπτεται και μελετάται συστηματικά με χρηματοδότηση της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με την διεύθυνση του Βασιλείου Πετράκου. Η ΕΦΑ Ανατολικής Αττικής έχει ήδη εκπονήσει μελέτες για την ανάδειξη και διαμόρφωση του επισκέψιμου χώρου, με σκοπό την υλοποίησή τους στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2021-2027.