Project Description




Ιστορικό

  Ο αρχαιολογικός χώρος της Μονής Καισαριανής βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Υμηττού, σε μια περιοχή φημισμένη από την αρχαιότητα για τις φιλοσοφικές σχολές και τα ιερά της. Επίκεντρο του χώρου είναι η Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου, που ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου-αρχές 12ου αιώνα. Στον γειτονικό, σε απόσταση 400 μ. δυτικά της Μονής, λόφο των Ταξιαρχών διασώζονται μνημεία από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως και την οθωμανική περίοδο: κατάλοιπα παλαιοχριστιανικής βασιλικής και βυζαντινού ναού, ο φράγκικος ναός του Αγίου Μάρκου και ο ναός των Ταξιαρχών. Περί τα 200 μ. νότια της Μονής βρίσκεται το Αγίασμα της Ανάληψης. Ψηλότερα, σε απόσταση 1500 μέτρων ΒΑ της Μονής, βρίσκεται η Μονή Αστερίου.

Η Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου (Μονή Καισαριανής)

  Η Μονή ιδρύθηκε στα τέλη του 11ουή στις αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς για να μεταφερθεί το κέντρο λατρείας από τον λόφο των Ταξιαρχών σε μια ασφαλέστερη και όχι ορατή θέση. Στη διάρκεια της μακραίωνης λειτουργίας της, γνώρισε μεγάλη άνθιση. Η ενασχόληση των μοναχών με την καλλιέργεια των ελαιοδένδρων και τη μελισσουργία διασφάλιζε την οικονομική της ευμάρεια. Για πολλούς αιώνες ήταν σταυροπηγιακή, δηλαδή άμεσα υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθεστώς που της παρείχε ιδιαίτερα προνόμια. Παράλληλα, υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο και η βιβλιοθήκη της διέθετε μεγάλο αριθμό χειρογράφων. Όμως τον 18ο αιώνα μ.Χ. άρχισε σταδιακά η παρακμή της. Η λειτουργία της διακόπηκε οριστικά το 1833, όταν διαλύθηκαν σε όλη την Επικράτεια από τους Αντιβασιλείς του Όθωνα όσα ανδρικά μοναστήρια είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς.
  Τα αρχαιότερα σωζόμενα κτίσματα της Μονής (11ου– 12ου αι. μ.Χ.) είναι ο ναός (καθολικό), αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου, και ο λουτρώνας. Ο ναός ανήκει στον συνηθισμένο στη βυζαντινή εποχή αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο νάρθηκας και το παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου αποτελούν προσθήκες της Οθωμανικής περιόδου. Ο λουτρώνας, από τα ελάχιστα σωζόμενα βυζαντινά λουτρά στον ελλαδικό χώρο, μετατράπηκε αργότερα σε ελαιοτριβείο. Το μοναστηριακό συγκρότημα, που προστατευόταν από ισχυρό οχυρό περίβολο, περιελάμβανε επίσης πτέρυγα κελιών στη νότια πλευρά, και Τράπεζα με μαγειρείο, αποθηκευτικό χώρο και τραπεζαρία στη δυτική. Στο κέντρο της νότιας πτέρυγας των κελιών δεσπόζει επιβλητικό κτίσμα, γνωστό ως «Πύργος των Μπενιζέλων», από το όνομα της αρχοντικής αθηναϊκής οικογένειας που είχε στενές σχέσεις με τη Μονή και χρηματοδότησε τις τοιχογραφίες στον νάρθηκα του καθολικού το 1682.
  Ο αρχικός τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού, εάν υπήρχε, δεν σώζεται. Η παλαιότερη σωζόμενη τοιχογραφία διακρίνεται σήμερα στον βόρειο τοίχο του παρεκκλησίου του Αγίου Αντωνίου, ο οποίος ήταν προφανώς κατά την βυζαντινή περίοδο ο εξωτερικός νότιος τοίχος του καθολικού. Πρόκειται για παράσταση της Θεοτόκου, προφανώς από σκηνή Δέησης, η οποία θεωρείται έργο του 14ου αιώνα μ.Χ.
  Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα, έργα του Πελοποννήσιου ζωγράφου Ιωάννη Υπάτου, σύμφωνα με αφιερωματική επιγραφή πάνω από την είσοδο, αποτελούν χορηγία του ευγενούς και λογιώτατου Μπενιζέλου γιού του Ιωάννη, της μητέρας του, των αδελφών του και της λοιπής συνοδείας του. Όλοι τους είχαν καταφύγει στη μονή για να γλιτώσουν από λοιμό, επικαλούμενοι την βοήθεια της αγίας Τριάδας και της Θεοτόκου. Θεωρείται ότι πολλές σκηνές που έχουν επιλεγεί να απεικονιστούν, όπως η παράσταση της αγίας Τριάδας, των Εισοδίων και του Γενεσίου της Παναγίας, αλλά και ορισμένων παραβολών, όπως του Πλούσιου και του Πτωχού Λαζάρου και των Πονηρών εργατών του Αμπελώνα, συνδέονται με τον χορηγό των τοιχογραφιών, τον πλούσιο Μπενιζέλο και την καλλιέργεια των κτημάτων του.
  Οι τοιχογραφίες που σήμερα κοσμούν το καθολικό, είναι λίγο μεταγενέστερες, των πρώτων δεκαετιών του 18ου αι. μ.Χ. (πριν το 1750), και συνδέονται με τον σημαντικό Αργείο ζωγράφο Γεώργιο Μάρκου, ο οποίος ζωγράφισε και άλλους ναούς της Αττικής. Η μορφή του Παντοκράτορα στον τρούλο και της ένθρονης Θεοτόκου στην αψίδα ξεχωρίζουν. Η απεικόνιση της Θεοτόκου θυμίζει την εικόνα που φιλοτέχνησε το 1664 ο Κρητικός ζωγράφος Εμμανουήλ Τζάνες για το τέμπλο του καθολικού στη μονή που ίδρυσε στην Αθήνα η αγία Φιλοθέη, μέλος επίσης της οικογένειας των Μπενιζέλων. Η στενή σχέση της Μονής Καισαριανής με την φημισμένη αθηναϊκή οικογένεια της εποχής της Τουρκοκρατίας αποδεικνύεται, επομένως, με πολλά και ποικίλα τεκμήρια.
  Τοιχογραφίες της ύστερης εποχής της Τουρκοκρατίας κοσμούν και ορισμένα από τα κελιά στη νότια πτέρυγα της μονής. Τα θέματά τους είναι διακοσμητικά, κυρίως εμπνευσμένα από τη φύση.
  Στον χώρο της Μονής φυλάσσονται σήμερα πολυάριθμα γλυπτά αρχιτεκτονικά μέλη, που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή και χρονολογούνται από τους αρχαίους και τους βυζαντινούς χρόνους. Άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, κυρίως της πρώιμης βυζαντινής εποχής, έχουν εντοιχισθεί στο καθολικό και στην Τράπεζα. Σε δεύτερη χρήση είναι οι μαρμάρινοι κίονες με τα ιωνικά κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλο στο καθολικό. Αντίθετα,το μαρμάρινο τέμπλο, αναστηλωμένο σήμερα, αποτελείται από γλυπτά του 12ου αι. μ.Χ..
  Στη Μονή, μισοερειπωμένη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, έχουν πραγματοποιηθεί κατά καιρούς αναστηλωτικές εργασίες, με πιο πρόσφατο το έργο του Υπουργείου Πολιτισμού «Αποκατάσταση Ι. Μονής Καισαριανής», που ολοκληρώθηκε το 2009 με συγχρηματοδότηση από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

  Το πρώτο κέντρο χριστιανικής λατρείας στην περιοχή βρισκόταν στην κορυφή του λόφου δυτικά της μονής, όπου έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου-6ου αιώνα μ.Χ., με μεγάλη ημικυκλική αψίδα και νάρθηκα. Τον 10ο αι., την βασιλική φαίνεται ότι διαδέχθηκε ναός στον αρχιτεκτονικό τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, αφιερωμένος πιθανώς στους Ταξιάρχες. Κατά μήκος του νότιου τοίχου του προστέθηκε την εποχή της Φραγκοκρατίας (13ος-15ος αι. μ.Χ.) μονόχωρο καμαροσκέπαστο παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Άγιο Μάρκο, που λειτουργούσε πιθανότατα κατά το ρωμαιοκαθολικό δόγμα (το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα είναι γνωστό ως «Φραγκομονάστηρο»). Πολύ αργότερα, πιθανώς τον 17ο αιώνα μ.Χ., ανεγέρθηκε στη βορειοδυτική πλευρά του λόφου μονόχωρος καμαροσκέπαστος ναός αφιερωμένος στους Ταξιάρχες, ο οποίος φαίνεται ότι λειτουργούσε ως κοιμητηριακός για τις ανάγκες της Μονής Καισαριανής.
  Σε όλα τα μνημεία υπάρχουν εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, ελληνιστικής, ρωμαϊκής και πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Προέρχονται πιθανώς από την παλαιοχριστιανική βασιλική, αλλά και από παλαιότερα κτίσματα που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή.

  Η περιοχή γύρω από την Καισαριανή φημιζόταν από την αρχαιότητα για τις πηγές της. Μία από αυτές φαίνεται ότι σε κάποια χρονική στιγμή, πιθανώς στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και πάντως πριν από το 1745 (όταν αποτυπώνεται σε σχέδιο του Ρώσου προσκυνητή Βασιλείου Barkij), διαμορφώθηκε ως δεξαμενή και στεγάστηκε με πρόχειρη κτιστή καμαροσκεπή κατασκευή, εν μέρει λαξευμένη στην πλαγιά και ανοιχτή προς τα δυτικά. Η σύνδεση της πηγής με θαυματουργή εμφάνιση περιστεράς κατά τον εορτασμό της Ανάληψης ή, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, της Πεντηκοστής, οδήγησε στην ανάδειξή της σε φημισμένο χώρο λατρείας, όπου από την ύστερη Τουρκοκρατία και αργότερα, ακόμη και στην εποχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συγκεντρώνονταν πιστοί από όλη την Αθήνα. Το νερό που αναβλύζει σήμερα στο εσωτερικό του καμαροσκέπαστου χώρου συνδέεται πιθανότατα με φρεάτια που εντοπίζονται ψηλότερα στην πλαγιά, σε μικρή απόσταση από το Αγίασμα.

  Η μονή Ταξιαρχών Αστερίου βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1500 μέτρων ΒΑ της μονής Καισαριανής, σε υψόμετρο 540 μέτρων. Ήταν από παλιά αφιερωμένη στους Ταξιάρχες, όπως μαρτυρεί τοιχογραφία επάνω από την είσοδο του κεντρικού ναού, του καθολικού.
  Για την προέλευση της προσωνυμίας «Αστερίου» και για τη χρονολογία της μονής δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές μαρτυρίες. Η παράδοση την έχει συνδέσει με τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη ή Αστεριώτη, τον ιδρυτή της Μονής Οσίου Λουκά στη Βοιωτία, ο οποίος έζησε τον 10ο αι. μ.Χ. και, σύμφωνα με τον Βίο του, διέμεινε σε μονή της Αθήνας σε νεανική ηλικία. Ωστόσο, κανένα σωζόμενο κτίσμα του μοναστηριακού συγκροτήματος δεν χρονολογείται πριν τον 16ο αι. μ.Χ. και για κανένα δεν υπάρχουν ενδείξεις παλαιότερης οικοδομικής φάσης. Πιθανότερη μοιάζει η υπόθεση ότιιδρυτής της Μονής ήταν κάποιος Αστέριος, ωστόσο ούτε αυτή η άποψη τεκμηριώνεται επιστημονικά.
  Σύμφωνα με λίθινη επιγραφή που σήμερα φυλάσσεται στο εσωτερικό του καθολικού, η μονή υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία της πατριαρχικό σταυροπήγιο, υπαγόταν δηλαδή άμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθεστώς που της διασφάλιζε προνόμια και οικονομική ευμάρεια. Η έγγεια περιουσία που διέθετε σε αρκετές περιοχές της Αττικής μαρτυρείται από ιστορικές πηγές. Επιπλέον, διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Ωστόσο, φαίνεται ότι γύρω στο 1700 άρχισε η παρακμή της, στο πλαίσιο της δύσκολης ιστορικής περιόδου που διήνυε τότε η Αθήνα (σύντομη κατάκτηση από τους Ενετούς το 1687, στη συνέχεια επιστροφή των Οθωμανών και φυγή των κατοίκων, εξαιτίας του φόβου αντιποίνων). Στις αρχές του 18ου αι. μ.Χ.η μονή μάλλον έχασε τα σταυροπηγιακά της προνόμια και λίγο αργότερα, την εποχή που διοικούσε την πόλη ο βοεβόδας Χατζή Αλή Χασεκής (1775-1795), απώλεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας της. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η βιβλιοθήκη της μεταφέρθηκε, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στην Ακρόπολη, είχεόμως την ίδια τύχη με τη βιβλιοθήκη της Μονής Καισαριανής: Καταστράφηκε στην πολιορκία των ετών 1826-1827.
Μετά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους, η Μονή Αστερίου διαλύθηκε με το διάταγμα των Αντιβασιλέων του Όθωνα το 1833 και ερημώθηκε.
  Τον 20ό αιώνα, εμφανίζεται ως μετόχι της Μονής Πετράκη, προστατευόμενη συγχρόνως από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παραχωρήθηκε στην τότε βασιλική οικογένεια και υπέστη αρχιτεκτονικές επεμβάσεις και τροποποιήσεις, με κυριότερη να μετασκευασθεί σε κεντρική πύλη μία βοηθητική είσοδος.
Από τα αρχικά κτίσματά του μοναστηριακού συγκροτήματος διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα, εντός ισχυρού περιβόλου, το καθολικό, η τράπεζα στη ΒΔ πτέρυγα και η κρήνη.
  Το καθολικό ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, πολύ συνηθισμένου στη βυζαντινή Αθήνα. Ενδιαφέρον έχουν οι τέσσερις κίονες που στηρίζουν τον τρούλο, οι οποίοι δεν είναι μονολιθικοί, αλλά αποτελούνται από πώρινους σφονδύλους. Εξωτερικά, ο τρούλος είναι οκτάπλευρος, με ένα παράθυρο σε κάθε πλευρά, έναν κιονίσκο σε κάθε ακμή και τοξωτά γείσα. Ανήκει στον τύπο που είναι γνωστός ως «αθηναϊκός», καθώς ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στην Αθήνα του 11ου και 12ου αι. μ.Χ.. Η μορφή του είχε αλλοιωθεί, πιθανώς στην ύστερη εποχή της Τουρκοκρατίας, αποκαταστάθηκε όμως τον 20ό αιώνα.
  Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι το καθολικό κτίστηκε στη βυζαντινή εποχή. Σήμερα όμως πιστεύεται ότι εντάσσεται σε ομάδα ναών του 16ου αι. μ.Χ. που μιμούνται μορφολογικά τους αθηναϊκούς ναούς του 11ου και 12ου αι. Στον 16ο αι. παραπέμπουν και οι τοιχογραφίες που σώζονται αποσπασματικά σε ορισμένα σημεία των τοίχων του κυρίως ναού και του νάρθηκα.
  Τοιχογραφίες κοσμούν επίσης τον δυτικό τοξωτό τοίχο της τράπεζας. Ξεχωρίζουν η Θεοτόκος όρθια Βρεφοκρατούσα μεταξύ δύο αγγέλων στην κεντρική κόγχη και ο Μυστικός Δείπνος, που καταλαμβάνει όλη την ανώτερη ζώνη του τοίχου. Στον τοίχο αυτό σωζόταν παλαιότερα πολύστιχη επιγραφή σχετική με τον χαρακτήρα του χώρου, η οποία ανέφερε το έτος 1589.
  Η κρήνη, νοτιοδυτικά του ναού, ακολουθεί την τυπική κατασκευή των κρηναίων κτισμάτων της οθωμανικής περιόδου: πετρόκτιστη, κλειστή δεξαμενή, στην πρόσοψη της οποίας διαμορφώνεται η κυρίως κρήνη, σε τοξωτή εσοχή που επιτρέπει το σχηματισμό γούρνας στο κάτω μέρος. Θεωρείται μία από τις ελάχιστες κρήνες οθωμανικής αρχιτεκτονικής που σώζονται στην Αττική.
  Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η μονή λειτούργησε ως αρχαιολογικός χώρος του Υπουργείου Πολιτισμού, σε σύνδεση με εκείνον της Μονής Καισαριανής. Το 2001 παραχωρήθηκε για λειτουργική χρήση και διαμονή στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, συνεχίζει όμως να λειτουργεί ως επισκέψιμο μνημείο. Σήμερα είναι επισκέψιμη ύστερα από συνεννόησημε το φυλακτικό προσωπικό της Μονής Καισαριανής.