Project Description


  Η Βραυρώνα, μια εύφορη κοιλάδα στην ανατολική ακτογραμμή της Αττικής, διαρρέεται από τον ποταμό Ερασίνο, που εκβάλλει στον κλειστό όρμο. Εκεί, κάτω από τον λόφο Κομμένο Λιθάρι, ιδρύθηκε το ιερό της Αρτέμιδος, ένα από τα σημαντικότερα της Αττικής. Χάρις στις ευνοϊκές περιβαλλοντικές συνθήκες, η περιοχή είχε κατοικηθεί ήδη από την προϊστορική εποχή. Η πρώτη εγκατάσταση στο λόφο Κομμένο Λιθάρι τοποθετείται στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3.500-2.000 π.Χ) και αναπτύχθηκε στη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000 – 1600 π.Χ.), όπως πιστοποιούν τα οικοδομικά κατάλοιπα (οικίες, τείχη, περίβολοι). Η κατοίκηση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ή Μυκηναϊκή συνδέεται με το εκτεταμένο νεκροταφείο θαλαμοειδών τάφων, 200μ. ανατολικά στο λόφο Λαπούτσι. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε περί το 1200 π.Χ. Το αρχαίο τοπωνύμιο Βραυρών διατηρήθηκε στους αιώνες παραφθαρμένο σε δύο χωριά της περιοχής, την Παλαιά Βραώνα και την Κάτω Βραώνα, που εγκαταλείφθηκαν το 19ο αι.


Το ιερό

  Σύμφωνα με το μύθο ο Ορέστης και η Ιφιγένεια, τα παιδιά του Αγαμέμνονα, έκλεψαν από τη γη των Ταύρων (Κριμαία) το ξόανο (ξύλινο ομοίωμα) της Αρτέμιδος και με υπόδειξη της θεάς Αθηνάς κατέφθασαν στην Αττική και ίδρυσαν στη Βραυρώνα ένα ναό για να το στεγάσουν. Η παλαιότερη λατρεία ανάγεται στον 9ο αι. π.Χ. (γεωμετρική περίοδος). Η πρώτη περίοδος ακμής του ιερού τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ., ενώ τα πρώτα λατρευτικά κτήρια ιδρύθηκαν στον 6ο αι. π.Χ. (αρχαϊκή περίοδος). Στο αποκορύφωμα της ακμής του έφθασε μετά τα μέσα του 5ου αι. και στον 4ο αι. π.Χ. (κλασική περίοδος). Το ιερό υποστήριζε το ισχυρό ντόπιο γένος των Φιλαϊδών, στο οποίο ανήκαν επιφανείς άνδρες, όπως ο τύραννος Πεισίστρατος και οι στρατηγοί Μιλτιάδης και Κίμωνας. Εγκαταλείφθηκε τον 3ο αι. π.Χ. (ελληνιστική περίοδος), πιθανώς εξαιτίας της υπερχείλισης του ποταμού Ερασίνου.

  Η Άρτεμις, θεά της φύσης, της ζωής και της γονιμότητας λατρευόταν στη Βραυρώνα κυρίως ως προστάτιδα του γάμου, των γυναικών, της γέννησης και της ανατροφής των παιδιών. Με αυτή την υπόστασή της συνδέεται η αρκτεία, τελετή μύησης, κατά την οποία κόρες από επιφανείς αθηναϊκές οικογένειες παρέμεναν στο ιερό, ονομαζόμενες άρκτοι, προκειμένου να προετοιμαστούν για τον έγγαμο βίο και τη μητρότητα. Προς τιμήν της θεάς, γινόταν κάθε 4 χρόνια μεγάλη επίσημη γιορτή, τα Βραυρώνια. Πομπή πιστών ξεκινούσε από το Βραυρώνιο της Ακρόπολης των Αθηνών, που είχε ιδρυθεί από τον τύραννο Πεισίστρατο και τους γυιούς του, και κατέληγε στο ιερό της Βραυρώνας. Εκεί οι πιστοί μετείχαν σε διάφορες τελετές, όπως προσφορές στη θεά, ένδυση του λατρευτικού αγάλματος και σε αγώνες ραψωδίας και πιθανώς αθλητικούς. Η γιορτή ολοκληρωνόταν με τις άρκτους να τελούν ιερές πράξεις (πομπή, χορό, δρόμο) γύρω από το βωμό κρατώντας στεφάνια, ταινίες και πυρσούς. Τελούνταν επίσης τα ετήσια Βραυρώνια που είχαν τοπικό χαρακτήρα.

Από τα κτήρια του ιερού έχουν αποκαλυφθεί:

  • ο ναός της Αρτέμιδος σε υπερυψωμένο σημείο στο ΝΔ τμήμα του ιερού, που ήταν το επιβλητικότερο κτήριο, αλλά σήμερα σώζεται μόνο στο κατώτερο τμήμα
  • η ιερή πηγή αμέσως στα ΒΔ του ναού
  • ο λεγόμενος «τάφος της Ιφιγένειας»
  • το λεγόμενο «ηρώο της Ιφιγένειας», της πρώτης ιέρειας της θεάς σύμφωνα με το μύθο και η ιερή οικία
  • το αρχαιότερο πρόπυλο του ιερού στα ΝΑ
  • η μεγάλη στοά σε σχήμα Π με το αίθριο, η οποία είναι μερικώς αναστηλωμένη
  • η βόρεια στοά
  • η λίθινη γέφυρα στον Ερασίνο στο ΒΔ τμήμα του ιερού

  Ο δωρικός ναός της Αρτέμιδος δέσποζε στο χώρο ως το σημαντικότερο κτήριο. Κτίστηκε μάλλον στη θέση ενός παλαιότερου αρχαϊκού ναού του 6ου αι. π.Χ., που καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480π.Χ. Στον ελεύθερο χώρο ανατολικά του ναού βρισκόταν ο βωμός για την προσφορά θυσιών και την τέλεση λατρευτικών πράξεων. Νοτιοδυτικά του ναού, στη ρίζα του βράχου κατασκευάστηκε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ένα υπερυψωμένο πλακόστρωτο πλάτωμα, πιθανώς για την εναπόθεση αφιερωμάτων ή την παραμονή των πιστών.

  Το λατρευτικό άγαλμα της θεάς ήταν στημένο μέσα στο σηκό του ναού. Σώζονται τμήματα από τέσσερα αγάλματα που χρονολογούνται στον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Ένα δεύτερο άγαλμα ίσως ήταν στημένο στον οπισθόδομο του ναού, ενώ η θέση των άλλων είναι άγνωστη. Τα αγάλματα ήταν ακρόλιθα, είχαν δηλαδή ξύλινο σώμα και μαρμάρινo κεφάλι και άκρα. Ένα είχε φυσικό μέγεθος, ένα ήταν μικρότερο και δύο μεγαλύτερα του φυσικού. Οι γυναίκες έντυναν το λατρευτικό άγαλμα με ενδύματα φτιαγμένα ειδικά για το σκοπό αυτό.

  Κάτω από τη βορειοδυτική γωνία του ναού αναβλύζει η ιερή πηγή. Από την περιοχή αυτή προέρχεται ένας σημαντικός αριθμός αφιερωμάτων (αγγεία, ειδώλια, κάτοπτρα, αντικείμενα μικροτεχνίας κ.λπ.), που χρονολογούνται από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. Τα αφιερώματα πιθανόν να τοποθετήθηκαν εκεί από τους πιστούς ή να συγκεντρώθηκαν ως αρχαία ιερά κειμήλια μετά την καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμους λίθους με παραστάσεις ζώων που σχετίζονται με την κύρια υπόσταση της Αρτέμιδος ως προστάτιδας της φύσης. Επίσης, τα ξύλινα ειδώλια και αντικείμενα, όπως δύο περίτεχνα διακοσμημένα καττύματα (σόλες) υποδημάτων. Τα υποδήματα, όπως και άλλα προσωπικά αντικείμενα ή ενδύματα, αφιέρωναν οι γυναίκες για να ευχαριστήσουν την θεά μετά από έναν αίσιο τοκετό ή για να εξασφαλίσουν την εύνοιά της γενικότερα.

  Στη σπηλιά στα ΝΑ του ναού ο ανασκαφέας τοποθέτησε το μυθικό τάφο της Ιφιγένειας, γνωστό από τις πηγές ως κενήριον, δηλαδή κενοτάφιο. Ήταν το κέντρο λατρείας της Ιφιγένειας, κλειδούχου ιέρειας της Αρτέμιδος, ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. Λατρευόταν ως χθόνια ηρωίδα, δηλαδή σχετιζόμενη με τον θάνατο και τον κάτω κόσμο. Στην Ιφιγένεια προσφέρονταν οι πέπλοι γυναικών που πέθαιναν στη γέννα.

  Τον 5ο αι. π.Χ. μάλλον, κατέρρευσε η οροφή της σπηλιάς και στο χώρο οικοδομήθηκε ένας μικρός ναός, το λεγόμενο Ηρώο της Ιφιγένειας, και ένα μεγαρόσχημο κτίσμα, η Ιερά Οικία. Το πλήθος των ευρημάτων, αγγεία, ειδώλια, χάλκινα κάτοπτρα, μαρμάρινες επιγραφές και θραύσματα γλυπτών, οδηγούν σε ποικίλες ερμηνείες, όπως ότι εκεί φυλάσσονταν τα αφιερώματα των πιστών ή γίνονταν τελετουργικά γεύματα ή διέμεναν οι ιέρειες κ.λπ.

  Ο υπαίθριος χώρος βόρεια του ναού, στον οποίο τελούνταν οι λατρευτικές πράξεις, έλαβε μνημειακή μορφή το 420 π.Χ. με την οικοδόμηση της μεγάλης στοάς σε σχήμα Π. Η στοά ανοικτή προς το ναό, παρέμεινε ημιτελής, καθώς το ανατολικό δεν ολοκληρώθηκε, ενώ στο δυτικό δεν τοποθετήθηκε η κιονοστοιχία. Η είσοδος στη στοά γινόταν με μεγάλο διπλό πρόπυλο στο δυτικό σκέλος. Στο βόρειο και δυτικό σκέλος υπήρχαν δωμάτια, επτά και τέσσερα αντίστοιχα. Από τα ένδεκα δωμάτια, τα εννέα μεγαλύτερα είχαν πώρινα δάπεδα και μαρμάρινα κατώφλια και ήταν εξοπλισμένα με 11 ξύλινες κλίνες και 7 λίθινα τραπέζια. Σύμφωνα με νεότερες μελέτες, προορίζονταν για τις συνεστιάσεις ανδρών που έπαιρναν μέρος στη γιορτή της θεάς. Για την οικοδόμησή της χρησιμοποιήθηκε ντόπιος πωρόλιθος, χώροι λατόμευσης του οποίου έχουν εντοπισθεί.Η μεγάλη στοά αναστηλώθηκε εν μέρει από το ΥΠΠΟ με ευθύνη του αρχιτέκτονα – αναστηλωτή καθηγητή Χαράλαμπου Μπούρα, την δεκαετία του 1960.

  Τα αφιερώματα των πιστών τοποθετούνταν σε βάθρα. Στην πρόσοψη των βόρειων δωματίων και στην εξωτερική πλευρά του δυτικού σκέλους της στοάς διατηρούνται μερικά από τα βάθρα στα οποία οι πιστοί τοποθετούσαν γλυπτά αφιερώματα. Τα πιο χαρακτηριστικά κατά το β’ ήμισυ του 4ου και τον 3ο αι. π.Χ. ήταν τα μαρμάρινα αγαλμάτια από μικρά κορίτσια και αγόρια, τα οποία αφιέρωναν οι γονείς προκειμένου να θέσουν τα παιδιά τους υπό την προστασία της θεάς.

  Πίσω από το βόρειο σκέλος της μεγάλης στοάς και παράλληλα με αυτή σε απόσταση έξι μέτρων περίπου, υπήρχε μια δεύτερη, η Βόρεια στοά. Στα άκρα του διαδρόμου μεταξύ των στοών διαμορφώθηκε από ένα μνημειώδες πρόπυλο. Το δυτικό πρόπυλο συνδεόταν με την οδική αρτηρία προς το άστυ(Αθήνα), ενώ το ανατολικό με την οδό προς το ιερό της Ταυροπόλου Αρτέμιδος στις Αλές Αραφηνίδες (Λούτσα) και τις άλλες παραλιακές περιοχές.

  Στο εσωτερικό της Βόρειας στοάς και σε όλο το μήκος της υπήρχε σειρά από 37 ορθογώνιες βάσεις πιθανώς για την ένθεση των λευκωμάτων, δηλαδή ξύλινων πινάκων στους οποίους αναγράφονταν τα ονόματα των άρκτων.

  Η λίθινη γέφυρα στο τέλος της οδού που οδηγούσε από το άστυ στο ιερό της Αρτέμιδος και στην περιοχή όπου συγκεντρώνονταν τα νερά του ποταμού Ερασίνου, εξασφάλιζετην πρόσβαση στο ιερό. Αποτελείται από πώρινους δόμους, που στηρίζονται σε πέντε παράλληλες σειρές στύλων τοποθετημένων εγκάρσια προς την κοίτη του ποταμού. Το κατάστρωμά της παρουσιάζει ελαφρά κύρτωση στο μέσον για την απορροή των υδάτων και διατηρεί ίχνη από τους τροχούς αρμάτων. Η κατασκευή της τοποθετείται πριν από την καταστροφή του ιερού, το 480π.Χ., από τους Πέρσες.

  Το ιερό ανασκάφηκε την περίοδο 1948-1963 από τον αρχαιολόγο Ιωάννη Παπαδημητρίου και αποκαλύφθηκαν μερικά μόνο από τα κτήρια που περιελάμβανε. Τα πολυπληθή ευρήματα στεγάζονται στο παρακείμενο Μουσείο που ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό. Ο αρχαιολογικός χώρος αναδιοργανώθηκε από το ΥΠΠΟΑ–ΕΦΑΑνΑτ την Προγραμματική περίοδο 2007 – 2013 με συγχρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.